ευγονική

ευγονική
Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της είναι η διαφύλαξη της γενετικής ποιότητας και η τελειοποίηση του ανθρώπινου είδους. Τον όρο ε. επινόησε το 1883 ο Άγγλος φυσιοδίφης Φράνσις Γκόλτον (1822-1911), ο οποίος διατύπωσε και τις κύριες αρχές του συγκεκριμένου κλάδου στο βιβλίο του Κληρονομική μεγαλοφυΐα (1869). Η ε. συχνά διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Η αρνητική ε. σχετίζεται με τα προφυλακτικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν για να παρεμποδιστεί ο εκφυλισμός του ανθρώπινου γενετικού υλικού εξαιτίας της διάδοσης επικίνδυνων μεταλλάξεων, ενώ η θετική ε. σχετίζεται με τα μέτρα παρέμβασης στην ανθρώπινη φύση, τα οποία αποσκοπούν κυρίως στην αύξηση του αριθμού των απογόνων με ξεχωριστές πνευματικές και φυσικές ικανότητες. Οι μέθοδοι βελτίωσης του ανθρώπινου είδους που υιοθετεί η θετική ε. έχουν επανειλημμένα επικριθεί και δεν έχουν εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, αλλά και η αρνητική ε. έχει δημιουργήσει γενετικά, ηθικά και πολιτικά προβλήματα που δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί.
* * *
η
κλάδος τής βιολογίας που μελετά τη διαφύλαξη ή και βελτίωση τής γενετικής ποιότητας τών γενεών τού μέλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύγονος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. eugenic < ελλ. ευγενής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευγονική — η βλ. ευγονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ευγενισμός — ο η ευγονική, ο ευγονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Επαναστάσεως] …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”